Βουβωνοκήλη
Βουβωνοκήλη
Μια από τις πλέον κοινές μορφές κήλης και αιτία ταλαιπωρίας μεγάλου αριθμού ατόμων ανά τον πλανήτη είναι η βουβωνοκήλη. Νέες χειρουργικές προσεγγίσεις και τεχνικές, καθώς και εξελιγμένα πλέγματα που διασφαλίζουν καλύτερη ενίσχυση και στήριξη του κοιλιακού τοιχώματος, έχουν καταστήσει την αποκατάσταση της βουβωνοκήλης, ασφαλέστερη, αμεσότερη και διαρκέστερη από ποτέ.
Τι είναι η βουβωνοκήλη;
Ως κήλη ορίζεται η προβολή κάποιου ενδοκοιλιακού σπλάχνου, τμήματος αυτού ή άλλου ιστού μέσω του κοιλιακού τοιχώματος. Η βουβωνοκήλη σχηματίζεται όταν περιεχόμενο της κοιλιάς προβάλει στον βουβωνικό πόρο και μπορεί να φτάσει μέχρι το όσχεο (οσχεοκήλη).
Υπάρχουν δυο βασικοί υποτύποι βουβωνοκήλης:
- Ευθεία βουβωνοκήλη. Αφορά στο 20% των περιπτώσεων, με το ενδοκοιλιακό περιεχόμενο (συνήθως το έντερο) να εισέρχεται στον βουβωνικό σωλήνα «απευθείας» μέσω μιας αδυναμίας στο οπίσθιο τοίχωμα του βουβωνικού πόρου, που ονομάζεται τρίγωνο του Hesselbach. Εμφανίζεται συχνότερα σε ηλικιωμένα άτομα, κυρίως γυναίκες, συχνά δευτεροπαθώς λόγω χαλάρωσης του κοιλιακού τοιχώματος ή σημαντικής αύξησης της ενδοκοιλιακής πίεσης
- Λοξή βουβωνοκήλη. Αφορά στο 80% των περιπτώσεων, με το ενδοκοιλιακό περιεχόμενο να εισέρχεται στο βουβωνικό πόρο από το βαθύ βουβωνικό δακτύλιο. Είναι συγγενής στην προέλευση (ατελής σύγκληση του ελυτροπεριτοναϊκού πόρου κατά την κάθοδο του όρχι από την κοιλιά στο όσχεο) και αφορά κυρίως άτομα νεότερης ηλικίας, κυρίως άρρενες.
Αίτια – Παράγοντες κινδύνου
Συγγενείς ανατομικές ιδιαιτερότητες, αδύναμα σημεία στο κοιλιακό τοίχωμα, και εξωγενείς παράγοντες που προκαλούν ενδοκοιλιακή πίεση, είναι οι βασικές αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν στη βουβωνοκήλη.
Ορισμένοι παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για βουβωνοκήλη είναι οι εξής:
- κληρονομικότητα
- προηγούμενη βουβωνοκήλη
- Αρσενικό φύλο
- πρόωρος τοκετός
- υπερβολικό βάρος ή παχυσαρκία
- εγκυμοσύνη
- κυστική ίνωση
- χρόνια δυσκοιλιότητα
- χρόνιος βήχας
- χρόνια αναπνευστικά προβλήματα
- κάπνισμα
- απότομη απώλεια βάρους
Ποια είναι τα συμπτώματα της βουβωνοκήλης;
Σε αρκετές περιπτώσεις η βουβωνοκήλη μπορεί για καιρό να μην δώσει κάποιο σύμπτωμα, γι’ αυτό και ενίοτε ανιχνεύεται στο πλαίσιο απεικονιστικού ελέγχου για άλλο θέμα υγείας.
Το πιο κοινό σύμπτωμα της βουβωνοκήλης είναι ένα εξόγκωμα στη βουβωνική χώρα, το οποίο σε πρώιμο στάδιο εξαφανίζεται με ελάχιστη πίεση ή όταν ο ασθενής ξαπλώσει. Ενδέχεται να υπάρχει ήπια έως μέτρια ενόχληση, η οποία μπορεί να επιδεινωθεί με τη δραστηριότητα ή την ορθοστασία.
Επειδή, τα συμπτώματα της βουβωνοκήλης δεν είναι ιδιαίτερα ενοχλητικά, ενίοτε οι ασθενείς αμελούν την αντιμετώπιση του προβλήματος με συνέπεια την επιδείνωσή του.
Σε πιο προχωρημένο στάδιο, υπάρχει κίνδυνος περίσφιξης της βουβωνοκήλης, μιας επικίνδυνης επιπλοκής που συνιστά επείγουσα ιατρική κατάσταση, καθώς μπορεί να απειλήσει ακόμα και τη ζωή του ασθενούς. Κατά την περίσφιξη, διακόπτεται η αιμάτωση στο τμήμα του ενδοκοιλιακού σπλάχνου (έντερο) που προπίπτει, με κίνδυνο ισχαιμίας, νέκρωσης και διάτρησής του κι ακολούθως περιτονίτιδας.
Πώς γίνεται η διάγνωση της βουβωνοκήλης;
Η βουβωνοκήλη είναι μια πάθηση που διαγιγνώσκεται κατεξοχήν κατά τη φυσική εξέταση του ασθενούς από το ιατρό.
Ο απεικονιστικός έλεγχος εξετάζεται σε ασθενείς εάν υπάρχει διαγνωστική αβεβαιότητα ή για να αποκλειστεί άλλη παθολογία.
Εάν είναι απαραίτητο, διενεργείται υπερηχογράφημα ως απεικόνιση πρώτης γραμμής. Για ασθενείς με χαρακτηριστικά απόφραξης του εντέρου ή περισφιγμένης κήλης, απαιτείται αξονική τομογραφία.
Πώς αντιμετωπίζεται η βουβωνοκήλη;
Η αποκατάσταση μιας κήλης γίνεται χειρουργικά και έχει δυο βασικούς στόχους:
- να επιλυθεί η κήλη και
- να διορθωθεί αδύναμο τμήμα του μυϊκού τοιχώματος, το οποίο επέτρεψε το σχηματισμό της κήλης, εμποδίζοντας τους εσωτερικούς ιστούς να προβάλουν δι’ αυτού στο μέλλον.
Συνήθως, η χειρουργική αποκατάσταση αφορά ασθενής που είτε θέλουν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους δίνοντας οριστική λύση στο πρόβλημά τους, ή κήλες μέτριας έως υψηλής επικινδυνότητας να περισφιχθούν.
Η χειρουργική αποκατάσταση μιας κήλης μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο με συμβατική ανοικτή επέμβαση, με λαπαροσκοπικό χειρουργείο (τεχνική TAPP) ή ενδοσκοπικά (τεχνική TEP). Η επιλογή της προσέγγισης έχει να κάνει πρώτιστα με τις ενδείξεις του ασθενούς και σε δεύτερο λόγο με τις επιθυμίες και τους στόχους του.
Η ανοικτή αποκατάσταση μιας κήλης πραγματοποιείται υπό γενική ή τοπική αναισθησία, μέσω μιας τομής μήκους περίπου 5-10 εκατοστών. Ο χειρουργός ωθεί τον ιστό ή το σπλάχνο που προβάλει από το κοιλιακό τοίχωμα στην φυσιολογική του θέση και προχωρά στην επιδιόρθωση της βλάβης στο κοιλιακό τοίχωμα, συχνά τοποθετώντας ένα ειδικό, ενισχυτικό πλέγμα.
Η λαπαροσκοπική και η ενδοσκοπική αποκατάσταση μιας κήλης, συνιστούν ελάχιστα επεμβατικές προσεγγίσεις, οι οποίες διακρίνονται για μια σειρά πλεονεκτημάτων αναφορικά με την αποφυγή επιπλοκών κατά το χειρουργείο και την ανάρρωση του ασθενούς.
Τα κύρια πλεονεκτήματα της ελάχιστα επεμβατικής αποκατάστασης της κήλης είναι τα εξής:
- Αποφεύγεται η μεγάλη τομή και η απώλεια αίματος/ανάγκη μετάγγισης που τη συνοδεύει.
- Ο πόνος μετά το χειρουργείο είναι μειωμένος.
- Η παραμονή στο νοσοκομείο κρατά λιγότερο και ο ασθενής μπορεί πιο άμεσα να κινητοποιηθεί και να επιστρέψει στο σπίτι του.
- Η επάνοδος σε καθημερινές δραστηριότητες, όπως η οδήγηση και η εργασία, είναι ταχύτερη.
- Ο κίνδυνος τραυματισμού κάποιου σπλάχνου ή άλλων ανατομικών δομών κατά το χειρουργείο ελαχιστοποιείται.
- Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο, καθώς δεν απαιτείται μεγάλη τομή στην κοιλιά.
Τι είναι η μέθοδος TAPP;
Η διακοιλιακή προπεριτοναϊκή αποκατάσταση (Transabdominal Pre-peritoneal Repair ή TAPP) πραγματοποιείται λαπαροσκοπικά και υπό γενική αναισθησία. Ο χειρουργός ανοίγει τρεις μικρές οπές στην κοιλιά του ασθενούς, μέσω των οποίων εισάγει ειδικά, λαπαροσκοπικά εργαλεία για να ανατάξει την κήλη και στη συνέχεια να τοποθετήσει ένα ειδικό πλέγμα στο εξασθενημένο σημείο του κοιλιακού τοιχώματος.
Τι είναι η μέθοδος TEP;
Η ολική εξωπεριτοναϊκή αποκατάσταση (Totally Extra Peritoneal ή TEP) διενεργείται υπό γενική αναισθησία, μέσω τριών οπών που ανοίγει ο χειρουργός κάτω από τον ομφαλό. Όπως και στην περίπτωση της TAPP έτσι και κατά την TEP, ο χειρουργός πρώτα ανατάσσει την κήλη και στην συνέχεια προχωρά στην τοποθέτηση πλέγματος. Η διαφορά της TEP, ωστόσο, είναι ότι η όλη διαδικασία πραγματοποιείται κάτω από τους κοιλιακούς μύες, δίχως να κοπεί το περιτόναιο.
Τι είναι η τεχνική διπλού πλέγματος;
Σε ορισμένες περιπτώσεις κι εφόσον συνάδουν οι ενδείξεις, υπάρχει πλέον η δυνατότητα τοποθέτησης ενός ειδικού πλέγματος με δυο όψεις. Χάρη στη διπλή του επιφάνεια, το εν λόγω πλέγμα μπορεί να πιάσει και τις δυο πλευρές του κοιλιακού τοιχώματος επιτυγχάνοντας καλύτερη στήριξη στο ασθενές σημείο του κοιλιακού τοιχώματος, όπου και σχηματίστηκε η κήλη.
Η ισχυρότερη αυτή στήριξη κι ενσωμάτωση του διπλού πλέγματος στο κοιλιακό τοίχωμα μειώνει τις πιθανότητες επανεμφάνισης της κήλης κι επομένως ενός νέου χειρουργείου.